Φαντάσου το εξής. Είσαι σε ένα πολύ τραχύ τοπίο. Βράχια και ξέρα κυριαρχούν.  Κρυώνεις και δεν υπάρχει κανένα καταφύγιο για να προφυλαχθείς. Άβολο, ε;. Οκ. Πρόσθεσε σε αυτό το τοπίο την θάλασσα. Βάλ’ την όπου θες εσύ. Κράτα την όμως σχετικά φουρτουνιασμένη. Λίγο καλύτερα;. Ωραία. Βάλε τώρα στον ουρανό μπόλικα σύννεφα αλλά και τον ήλιο σε ένα σημείο που θα σου κάνει την όλη εικόνα αρκετά ποιο όμορφη. Όπου θες εσύ. Ακόμα καλύτερα βάλ’ τον κάπου που να σε ζεσταινει κιόλας. Για το τέλος δημιούργησε το δικό σου “καταφύγιο”. Ότι και αν είναι αυτό. Έμψυχο ή άψυχο. Ότι θες εσύ. Κάτι που θα νιώθεις όμορφα και ασφαλές μαζί του. Έτοιμος; Τέλεια. Πάμε τώρα να κάνουμε τον παραλληλισμό.

Όπου τραχύ τοπίο βάλε την κοινωνία που ζούμε. Όπου θάλασσα βάλε την μουσική. Όπου ουρανό βάλε τους στίχους, όπου ήλιος βάλε τα φωνητικά και όπου καταφύγιο βάλε τον καλλιτέχνη. Αυτή ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ. Αν είναι και ολοκληρωμένο το πακέτο με στίχους ποιητικούς και ένα καλλιτέχνη που ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ τότε δεν υπάρχει στιγμή στην ζωή, που να μην μπορεί να στην εξυψώσει και να στην ομορφύνει στον βαθμό που εσύ θες.

Με αυτόν τον πρόλογο προσπάθησα να εξωτερικεύσω το όλο συναίσθημα που μου δημιουργεί στην ακρόαση η 35η κυκλοφορία του 72 χρόνου πλέον, Bob Dylan. Δεν ξέρω τι κατάφερα, ποιητής ή συγγραφέας δεν είμαι ούτε κατά διάνοια, αλλά και μόνο που προσπάθησα οφείλεται αποκλειστικά στο πως με έκανε να νιώσω το “Tempest”.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα, που κυριαρχείται από την αρχή έως το τέλος του από την ανυπέρβλητη φωνή του Dylan. Φωνή που σαν το καλό κρασί μοιάζει να γίνεται καλύτερη όσο περνά ο χρόνος. Πραγματικά υπήρξαν στιγμές που σκέφτηκα ότι ακόμα και να μην υπήρχε καθόλου μουσική στο ‘Tempest’ θα μπορούσα να κολλήσω, ακούγοντας την χαρακτηριστική χροιά μιας από τις χαρισματικότερες φωνές που έχουν εμφανιστεί στην μουσική. Τόσο τραχιά αλλά τόσο μελωδική, τόσο θεατρική. Περισσότερο την λογίζεις σαν μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται για να μεταδώσει με ακρίβεια το τραχύ μήνυμα που έχει στο μυαλό του. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απολύτως δίκαιο να τον προσεγγίσουμε περισσότερο σαν έναν λογοτέχνη που αφηγείται τις ιστορίες του με μουσική υπόκρουση, παρά σαν έναν τυπικό τραγουδιστή.

Φωνή που “αφηγείται” τους στίχους του Dylan. Και τι στίχους! Το στιχουργικό ποιόν του Dylan βρίσκεται σε στρατόσφαιρα άλλου πλανήτη σε σημείο που κάποιο πανεπιστήμιο πρέπει να εγκαινιάσει ένα μεταπτυχιακό Ντυλανολογίας. Το Tempest τον βρίσκει σε κορυφαία φόρμα. Ένα άλμπουμ που από το πρώτο κιόλας κομμάτι “Duquesne Whistle” μας ξεκινάει σε χαλαρούς, ανάλαφρους ρυθμούς και στο τελείωμα του μας βουτά σε ένα τοπίο ωμής βίας που ξαφνιάζει. Για του λόγου το αληθές δείτε στο τέλος της παρουσίασης το video clip του.

Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και τα επόμενα δύο κομμάτια “Soon After Midnight” και “Narrow Way”.  Στο μεν πρώτο ο Dylan μας λέει “It’s soon after midnight, and my day has just begun” κάνοντας μας να σκεφτούμε πόσες φορές το μυαλό μας κάνει τέτοια παιχνίδια όπου ή νύχτα γίνεται μέρα. Στο ‘“Narrow Way” με μπάσο τύμπανα και βιολί να ακούγονται στο βάθος στον ίδιο ρυθμό και ένα πραγματικό ρεσιτάλ απόδοσης στα φωνητικά σε ρυθμό «ποιο folk δεν γίνεται».

Στο “Long And Wasted Years” προσπαθεί να επουλώσει τις οικογενειακές πληγές του και ακούγεται σπαρακτικός.

Εδώ τελειώνει και η όποια χαλαρή και μελένια πλευρά του “Tempest”. Aπο το “Pay in Blood” ξεκινά η καταματωμένη δεύτερη πλευρά του δίσκου, το ποιο επιθετικό και αιματοβαμένο σέτ murder ballads που έχει γράψει ο Dylan εδώ και χρόνια.

Στο “Pay In Blood” ακούγεται σαν πολέμαρχος καθώς αντιμετωπίζει τους επικριτές και εχθρούς του, οι οποίοι μόνο λίγοι δεν ήταν στην 50ετή διάρκεια της καριέρας του. Η διάθεση για εκδίκηση φαίνεται ξεκάθαρα καθώς ρωτάει: «You bastard, I’m supposed to respect you? I’ll give you justice». Ποιά άλλη φωνή θα μπορούσε να πει τα λόγια «I pay with blood, but not my own» και να ακούγεται τόσο πειστικός;

Στο ‘Scarlet Town’ οι ρυθμοί πέφτουν για άλλη μια φορά, και μας προσφέρεται ακόμα ένα διαμάντι. Το τραγούδι μοιάζει με απαγγελία ποίησης συνοδευόμενο από εξαιρετική μουσική, έναν μαγικό συνδυασμό ενός παραδοσιακού έγχορδου, βιολιού, κλασικής κιθάρας και των τυμπάνων να ακολουθούν διακριτικά τον ρυθμό. ‘If love is a sin, then beauty is a crime, all things are beautiful in their time’. Απολαυστικό!

Το “Early Roman Kings” κινείται και αυτό σε χαρακτηριστικά blues μονοπάτια με την φυσαρμόνικα να ακούγεται σε όλη την διάρκεια του, και το ρεφρέν να μας λέει “I ain’t dead yet, my bell still rings. I keep my fingers crossed, like the early Roman Kings”. Δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες για το ποιοί είναι οι «βασιλιάδες» του “Early Roman Kings”. Πρόκειται για τους μεγαλοκαρχαρίες που έχουν βυθίσει τον πλανήτη στη δυστυχία, τους οποίους παρουσιάζει σαν αρπακτικά  «in their sharkskin suits, bow-ties and buttons and high-top boots». Το μίσος και η περιφρόνηση του για εκείνους παραμένει αναλλοίωτο, λες και δεν έχει περάσει μια μέρα από το “Masters Of War”  (1963 “The Freewheelin’ Bob Dylan)

Φτάνουμε στα τελευταία τρία κομμάτια του “Tempest” τα οποία πέραν ότι είναι και τα ποιο βαριά, είναι όμως και τα πλέον αριστουργηματικά. Πάνω που λες ότι έχω ολοκληρωθεί με αυτό που έχω ακούσει, έρχεται το φινάλε με αυτά τα τρία κομμάτια και στο repeat μπαίνει σελοτεϊπ για να μείνει μόνιμα πατημένο! Εξηγούμαι…

Λίγο παραπάνω από 9 λεπτά διαρκεί το ‘Tin Angel’ που μιλά για το πάθος, την αγάπη, την απιστία και τον θάνατο. Η μουσική είναι απλή με την κιθάρα, το μπάσο και τα τύμπανα να παίζουν σε χαμηλό ρυθμό, αφήνοντας τον Dylan να μεγαλουργεί. Σιγουρα ,μαζί με το επόμενο και ομωνυμο, απο τα καλύτερα κομάτια που εχω ακούσει το 2012.

To ‘Tempest’ που διαρκεί περίπου 14 λεπτά είναι ένα έπος που αναφέρεται στο ναυάγιο του Τιτανικού με τους στίχους να περιγράφουν πολύ σκληρές εικόνες. Βασίζεται στην ταινία του James Cameron αλλά είναι καθόλα ανώτερο στο να πλάσει συνταρακτικές εικόνες και να τις διηγηθεί με τρόπο συγκλονιστικό. “Dead bodies already floating, In the double-bottomed hull”.  Τραγικές προσωπικές ιστορίες παρουσιάζονται διαδοχικά, όπως αυτή του Καπετάνιου, ο οποίος τη στιγμή της βύθισης βλέπει την αντανάκλασή του στο τζάμι της πυξίδας και «in the dark illumination, he remembered bygone years . He read the Book of Revelation, filled his cup with tears.»

Είναι ένα ιδιοφυές στην απλότητά του κομμάτι που χτίζει πάνω σε μία παραδοσιακή ιρλανδική μελωδία, δεν έχει ρεφραίν (!!!!) και με την προσθήκη βιολιού και ακορντεόν σε επιλεγμένα σημεία, δίνει το βάθος που απαιτείται.

Κανένα τραγούδι δεν θα μπορούσε να μας προετοιμάσει καλύτερα για τη συγκίνηση που παραμονεύει στο “Roll On John” που κλείνει τον δίσκο. Ο Dylan μας μεταφέρει στις τελευταίες στιγμές του τραγικού τέλους που είχε ο παλιόφιλός του John Lennon. Ευαίσθητο και εξαιρετικά προσωπικό κομμάτι που περιέχει στίχους από τα τραγούδια των BeatlesCome Together’ και ‘A day in the Life’ Συγκλονιστικό!

To ‘Tempest’ επιβάλλεται να ακουστεί σε συνδυασμό με τους στίχους του καθώς μοιάζει περισσότερο με ποίηση που χρησιμοποιεί τη μουσική. Είναι ένας δίσκος που δεν χορταίνεται και ας απαιτεί αρκετές ακροάσεις για να μπεις στο πνεύμα του. Έτσι δεν γίνεται άλλωστε με όλα όσα αξίζουν στην ζωή και απαιτούν αφοσίωση για να τα κατακτήσεις;