Η περίπτωση των Manowar είναι από τις πλέον ενδιαφέρουσες στο χώρο του heavy metal. Συγκρότημα το οποίο έχει λατρευτεί παράφορα, αλλά και μισηθεί και χλευασθεί με την ίδια ένταση, πολλές φορές από τα ίδια άτομα, αποτελεί τον ορισμό της ‘love or hate’ μπάντας. Τα μεγαλειώδη και αριστουργηματικά πρώτα 6 albums – έργα τέχνης που παρέδωσαν στην ανθρωπότητα, συνυπάρχουν με σχεδόν ισάριθμα μέτρια ή κακά αν θέλετε, που δεν αντέχουν το βάρος του ονόματος τους. Δίπλα από κάθε ύμνο που έχουν συνθέσει, στέκεται και ένα μέτριο ή κακό κομμάτι. Δίπλα σε κάθε δήλωση ακραιφνούς αφοσίωσης στο metal και στους οπαδούς τους, συνυπάρχουν άλλες δηλώσεις και ενέργειες που προσβάλλουν τα ίδια πράγματα. Το μόνο σίγουρο είναι πως όποιος έρθει σε επαφή με τους Manowar σχετικός ή μη με το χώρο, αποκλείεται να μείνει αδιάφορος..

Οι Manowar ιδρύθηκαν ουσιαστικά το 1980 όταν ο Αμερικανός (με ιταλικές ρίζες) Joey DeMaio, τεχνικός μπάσου των Black Sabbath στην περιοδεία για το “Heaven And Hell”, γνωρίστηκε με τον κιθαρίστα των Shakin’ Street (και πρώην των Dictators), support μπάντας των Sabbs στο Βρετανικό σκέλος της περιοδείας, Ross ‘The Boss’ Friedman. Διαπιστώνοντας το κοινό μουσικό τους όραμα, αποφασίζουν να ξεκινήσουν τη δική τους μπάντα, την οποία ονόμασαν Manowar από το όνομα ενός αρχαίου πολεμικού πλοίου των Vikings κατά μια εκδοχή, ή ως σύντμηση των λέξεων Man of War (πολεμιστής) κατά μια άλλη. Ως τραγουδιστή προσλαμβάνουν τον Eric Adams (πρώην Τhe Kids και Harlequins), ενώ τα drums ανέλαβε αρχικά ο Carl Cennedy για να αντικατασταθεί σύντομα από τον Donnie Hamzik. Με αυτή τη σύνθεση, και χωρίς να κυκλοφορήσουν κάποιο demo πριν, ηχογραφούν το ντεμπούτο τους “Battle Hymns”, το οποίο κυκλοφορεί το 1982 και οι πύλες της Valhalla μόλις άνοιγαν..

Σημείωση: Μέχρι αυτό το σημείο υπάκουσα στους νόμους της αντικειμενικότητας προσπαθώντας να ακολουθήσω τους κανόνες μιας σωστής αρθρογραφίας. Από εδώ και πέρα τη συγγραφή αναλαμβάνει ο αμετανόητος οπαδός. Ανήκω και εγώ στη κατηγορία των ανθρώπων που η μουσική των Manowar (τουλάχιστον αυτή που δημιούργησαν μέχρι το 1992), μάγεψε και έδεσε για πάντα μαζί της με άρρηκτο δεσμό, παρόλες τις ‘στραβοτιμονιές’ τους. Αντίο αντικειμενικότητα λοιπόν, καλώς όρισες ‘brother of metal’! (‘Ολα τα κομμάτια που αναφέρονται, περιέχουν link και με ένα κλικ πάνω στον τίτλο μπορείτε να τα ακούσετε).

Chapter One: The Warriors (1982-1984)

Η πρώτη πλευρά του “Battle Hymns” αποτελεί καλοπαιγμένο μεν, αλλά κλασικό δείγμα Aμερικάνικου heavy rock’n’roll. Όχι κάτι το ξεχωριστό, εκεί όμως συναντούμε το κομμάτι ‘Metal Daze’, το οποίο αποτελεί το πιο αξιόλογο κομμάτι, με τη κιθάρα του Ross να παίζει το πολύ κολλητικό riff-άκι, αλλά είναι και το μουσικό σήμα της εκπομπής που παρουσιάζει η ταπεινότητα μου. Ο κακός χαμός ξεκινάει στη β’ πλευρά με το ξεσηκωτικό εναρκτήριο ‘Manowar’, κομμάτι που αποτελεί απαράβατα το ξεκίνημα κάθε συναυλίας τους μέχρι και σήμερα. Στη συνέχεια έρχεται η έκρηξη με το ‘Dark Avenger’, τo πρώτο δείγμα του τι ήταν ικανοί οι Manowar να δημιουργήσουν. Αργή επική μουσική, θεοσκότεινη ατμόσφαιρα, στίχοι όλο δηλητήριο να περιγράφουν τη κάθοδο του αδικοσκοτωμένου πολεμιστή στον Άδη, την επάνοδο του με τη βοήθεια των Θεών για να πάρει εκδίκηση από αυτούς που τον καταδίκασαν σε θάνατο και έκλεψαν την οικογένεια, τη περιουσία και τη ζωή του, με τη συμμετοχή του Τεράστιου ηθοποιού/σκηνοθέτη Orson Welles στον ρόλο του αφηγητή και τον Adams να δείχνει μεμιάς ότι διαθέτει φωνή-δυναμίτη (απλά άκου τη κορώνα του στη μέση του τραγουδιού). Αξεπέραστο κομμάτι; Για άλλες μπάντες ίσως, όχι όμως για τους Manowar που μετά από ένα εμπνευσμένο 2λεπτο σόλο μπάσο του DeMaio (‘William’s Tale’), μας παραδίδουν ακόμα ένα τεράστιο ύμνο. ‘Βattle Hymns’ και τα σαγόνια στο πάτωμα κύριοι! 7 λεπτά απόλυτης metal πανδαισίας. Δεν υπάρχουν λόγια για να το περιγράψεις.. ‘The time to strike is now…’ και αντίο σας!

Την αμέσως επόμενη χρονιά κυκλοφορεί το δεύτερο αριστούργημα τους υπό τον τίτλο “Into Glory Ride”. Τη θέση του Hamzik στα τύμπανα αναλαμβάνει ο Scott Columbus, ένας τύπος με μεγάλη μυική δύναμη, χωρίς κάποια ιδιαίτερη μουσική προυπηρεσία που μέχρι εκείνη τη στιγμή δούλευε σε μεταλλουργείο (πόσο πιο metal;) και του οποίου το drum set υπέστη μεταβολές ώστε να μη διαλύεται από τα πολύ δυνατά χτυπήματα του. Αυτή είναι και η κλασική σύνθεση του συγκροτήματος που στη συνέχεια μεγαλούργησε (Joey DeMaio, Eric Adams, Ross “The Boss’, Scott Columbus). Mε εξαίρεση το ξεκάρφωτο με τον υπόλοιπο δίσκο ‘Warlord’ ( με την εντελώς ‘όλα τα λεφτά’ εισαγωγή όμως!), o δίσκος συνεχίζει από εκεί που στάματησε το ντεμπούτο τους. Επικά και μόνο επικά κομμάτια, στίχοι που περιγράφουν τα μυστικά του ατσαλιού, ηρωικά ανδραγαθήματα, ιστορίες πολέμου και εκδίκησης και μια μπάντα που παίζει σα να μην υπάρχει αύριο. Τι μπορώ να πω για κομμάτια όπως τα ‘Gloves Of Metal’, ‘Secret Of Steel’, ‘Gates Of Valhalla’, ‘Revelation’, ‘Hatred’ και ‘March For Revenge’, που να μην έχει ειπωθεί ήδη; Για πολλούς αυτός είναι και ο καλύτερος δίσκος τους.. Επίσης για το δίσκο αυτό ηχογραφούν και το κομμάτι ‘Defender’, ξανά με τη συμμετοχή του Orson Welles, το οποίο παραδόξως δε θα συμπεριληφθεί στη τελική μορφή του. Απλά σκεφτείτε για τι δίσκο θα μιλούσαμε αν αντί για το ‘Warlord’, υπήρχε αυτός ο ύμνος! Αυτό το κομμάτι θα παραμείνει στο ράφι για τα επόμενα 5 χρόνια.. Το album αυτό ορίζει εν πολλοίς και το epic metal ιδίωμα, το οποίο ακολούθησαν πολλά συγκροτήματα στη συνέχεια. Όχι πως δε προ-υπήρχαν επικά συγκροτήμα ή κομμάτια, αλλά με αυτή τη κυκλοφορία, όλοι οι μουσικοί δημοσιογράφοι και κριτικοί συμφωνούν πως το συγκεκριμένο παρακλάδι τοποθετεί το ξεκίνημα του και όρισε τους Manowar ως αδιαφιλονίκητους ηγέτες του.

Το 1984 αποτελεί τη χρονιά που οι Manowar άγγιξαν την υψηλότερη κορυφή της καριέρας τους (τουλάχιστον καλλιτεχνικά). Μέσα στη ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν 2 δίσκους-μνημεία με διαφορά μόνο 10 μηνών μεταξύ τους -σκεφτείτε το! Το αδιανόητα εξαιρετικό “Hail To England” και το υπέροχα αριστουργηματικό “Sign Of The Hammer”. Σε κάποιον τρίτο που δεν έχει ακούσει νότα από αυτά τα album, όλα αυτά τα επίθετα που χρησιμοποιώ μπορεί να φανούν υπερβολικά. Κάνε κλικ όμως και άκου το ‘Blood Of My Enemies’ και νιώσε τη φωνή του Adams να σε κολλάει στον τοίχο, το ‘Each Dawn I Die’ και νιώσε την ανάσα του βρυκόλακα στο λαιμό σου, ή νιώσε την έξαψη του πολεμιστή ενώ εφορμά στη μάχη με το ‘Kill With Power’, το ‘Hail To England’ (φόρος τιμής στη χώρα που ιδρύθηκαν), το ‘Army Of Immortals’ (φόρο τιμής στους οπαδούς τους), προσπάθησε να αποφύγεις τα ‘Black Arrows’ που εκτοξεύει το φλεγόμενο μπάσο του DeMaio και γίνε μάρτυρας της απελπισμένης μάχης του νεκρού πολεμιστή πανω στην γέφυρα του θανάτου εναντίον του Σατανά που διεκδικεί τη ψυχή του και γέλα μαζί του στο τέλος μαζί του καθώς τελικά τη χάνει στο ‘Bridge Of Death’. Ένα από τα 10 καλύτερα κομμάτια στην ιστορία του metal, η καλύτερη ερμηνεία του Τεράστιου Eric Adams και ο λόγος για τον οποίο έγινα άρρωστος οπαδός τους.. ή τουλάχιστον της μέχρι το 1992 περιόδου τους.

Δεν πείσθηκες ακόμα ότι τα επίθετα που χρησιμοποιώ δεν είναι υπερβολικά; Τότε βάλε το “Sign Of The Hammer” να παίζει.. Προσπέρασε τα 2 πρώτα κομμάτια (‘Animal’, ‘All Men Play On Ten’) τα οποία αν και πολυ πορωτικά, είναι στιχουργικά εκτός κλίματος και άκου τον ‘Thor (The Powerhead)’ να στριφογυρίζει το σφυρί του στον αέρα. Νιώσε την ανατριχίλα που μόνο οι Manowar ξέρουν να δημιουργούν στον εκπληκτικής ομορφιάς ύμνο στη φύση ‘Mountains’, υποκλίσου στο ‘Sign Of The Hammer’ και νιώσε τη σκατοψυχιά που αναδίδει το ‘The Oath’. Πάρε μια μικρή ανάσα με το εισαγωγικό ‘Thunderpick’ πριν οδηγηθείς στην απόλυτη κορύφωση του ‘Guyana (Cult of the Damned)’. Χρησιμοποιώ πολύ συχνά τη λέξη ‘νιώσε’, νομίζεις; Η μουσική των Manowar πρώτα ακούγεται με την καρδιά και μετά από τα αυτιά. Τα μοναδικά συναισθήματα που κατορθώνουν να μεταδώσουν μέσω αυτής, είναι ο σημαντικότερος λόγος της -σε βαθμό εμμονής- προσκόλησης των οπαδών τους στο συγκρότημα.. Το πολύ απλό αλλά εξαιρετικό εξώφυλλο του δίσκου δε, αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς επιλογές για tatoo, στις τάξεις των metal funs. Πείσθηκες τώρα;

Chapter Two: The Kings (1984-1989)

Μέχρι εκείνη τη στιγμή το συγκρότημα ενώ καλλιτεχνικά δημιουργεί εκπληκτικά πράγματα, στους άλλους τομείς αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα κυρίως λόγω της αταλάντευτης στάσης στις απόψεις του. Οι 4 πρώτοι δίσκοι κυκλοφόρησαν απο 4 διαφορετικές εταιρίες, στις ζωντανές τους εμφανίσεις αντιμετώπιζαν προβλήματα με τους διάφορους promoters, καθώς το ηχητικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν (και ακόμα χρησιμοποιούν) πολλά clubs δεν είχαν την υποδομή να υποστηρίξουν, με αποτέλεσμα πολλές εμφανίσεις τους είτε να ακυρώνονται, είτε να αντιμετωπίζουν συνεχώς προβλήματα τεχνικής φύσεως. Ένα άλλο στοιχείο ειναι το ότι το συγκρότημα πραγματικά εννοούσε εκείνη τη περίοδο αυτά που τραγούδαγε, με αποτέλεσμα οι ενδυματολογικές τους επιλογές από πολλούς να χαρακτηρίζονται ως γραφικες, με τα σπαθιά και τα ρούχα αλά Conan που επέλεγαν να φορούν. Όλοι όμως συμφωνούσαν ότι η απόδοση τους επί σκηνής ήταν σαρωτική.

Τα πράγματα έδειξαν να βελτιώνονται για αυτούς, όταν το 1987 υπέγραψαν συμβόλαιο με την πολυεθνική Atlantic Records και κυκλοφόρησαν τον 5ο δίσκο τους την ίδια χρονιά με τίτλο “Fighting The World”. Με digital παραγωγή (ήταν άλλωστε η εποχή που το cd είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος έναντι του βινυλίου), αρκετά πιο γυαλισμένο ήχο, σε αντίθεση με την πιο πρωτόγονη, αλλά και τόσο ‘true’, των μέχρι τότε δουλειών τους και συνθέσεις προσανατολισμένες να απευθυνθούν σε ευρύτερο ακροατήριο, οι Manowar ξεφεύγουν από τον ακραιφνώς επικό ήχο τους και ηχογραφούν τα πρώτα εμπορικά, αλλά και μέτρια, κομμάτια τους. Κομμάτια όπως το υπέρ-εθνικιστικό ‘Violence And Bloodshed’ αλλά ειδικά το ‘Blow Your Speakers’, το οποίο ήταν ειδικά γραμμένο για να κερδίσει air play στο νεοσύστατο τότε MTV, είναι οι πιο αδύναμες στιγμές της μέχρι τότε καριέρας τους, μα και απόλυτα ενδεικτικά της κατεύθυνσης που κάποια χρόνια αργότερα θα ακολουθούσαν. Εδώ επιτέλους εμφανίζεται ηχογράφημένο επίσημα και το ‘Defender’ το οποίο υπέστη επεξεργασία σε σχέση με την αρχική εκτέλεση του 1983 και αποτελεί την κορυφαία στιγμή του δίσκου. Πολλοί (ανάμεσα τους και εγώ) προτιμούν την αυθεντική του εκδοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως και σε αυτή του τη μορφή δεν αποτελεί ένα από τα κορυφαία κομμάτια τους. Άλλα ενδιαφέροντα κομμάτια είναι το πανέμορφο ‘Carry On’, με τους άκρως ενθαρυντικούς στίχους, το ‘Holy War’, μα πάνω απ όλα η καταιγίδα του ‘Black Wind, Fire And Steel’ με την αδιανόητη, διάρκειας 31”, κορώνα του Adams στο τέλος, ο οποίος με την απόδοση του σε όλο το δίσκο δείχνει και πάλι πόσο μεγάλος τραγουδιστής/ερμηνευτής είναι. Σε γενικές γραμμές όμως, το “Fighting The World” επιφέρει τις πρώτες ρωγμές στο οικοδόμημα των Manowar..

..Οι οποίοι λες και το αντιλήφθηκαν και το 1988 κυκλοφορούν, πάλι μέσω της Atlantic, την 6η τους δουλειά με τον προβοκατόρικο τίτλο “Kings of Metal”. Ο δίσκος από το πρώτο.. μαρσάρισμα του εναρκτήριου ‘Wheels Of Fire’, μέχρι το fade out στο ‘Blood Οf Τhe Kings’ είναι απλά υπεράνω σχολίων. Τι να πεις άλλωστε για τους δυναμίτες ‘Hail and Kill’, ‘Kingdom Come’, ‘Blood of the Kings’ (οι στίχοι του οποίου αποτελούν ένα πανέξυπνο ‘κολάζ’ των τίτλων των μέχρι τότε δίσκων και τραγουδιών τους), ή τη μπαλάντα-ύμνο στην εσωτερική μας δύναμη ‘Heart of Steel’ και το υπέρ-επικό ‘The Crown and the Ring (Lament of the Kings)’ το οποίο αποτελεί από τότε μέχρι και σήμερα το outro κάθε συναυλίας τους; Μοναδική ξεκάρφωτη στιγμή είναι η απαγγελία-εισαγωγή του ‘The Warrior’s Prayer’, η οποία όμως οδηγεί στο φονικό τελευταίο κομμάτι, άρα την αποδεχόμαστε!

Με τη κυκλοφορία του δίσκου, οι Manowar εδραιώνονται στη συνείδηση των (όλο και αυξανόμενων) οπαδών τους ως ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα στο χώρο και επιτέλους απολαμβάνουν την επιτυχία για την οποία τόσο είχαν μοχθήσει. Η Valhalla ήταν επιτέλους δική τους! Ταυτόχρονα όμως έρχονται στην επιφάνεια τα προβλήματα στις σχέσεις του βασικoύ συνθετικού διδύμου DeMaio /Ross ‘The Boss’, με αποτέλεσμα την αποχώρηση του δεύτερου λίγο καιρό μετά. Αυτή η αποχώρηση κόστισε (και ακόμα κοστίζει) σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό τόσο στη συνοχή του γκρουπ, αλλά και στη μουσική του ποιότητα, καθώς ο Ross με το ιδιαίτερο ύφος του αποτελούσε ίσως τον σημαντικότερο κρίκο στην αλυσίδα του συγκροτήματος (προσωπική άποψη). Λίγο αργότερα θα αποχωρήσει και ο Scott Columbus, κλείνοντας έτσι την πρώτη και πιο δοξασμένη περίοδο στη καριέρα του σχήματος. Ποτέ, στα επόμενα χρόνια οι Manowar δε θα ξαναδημιουργήσουν τέτοια αριστουργήματα και δε θα φτάσουν τόσο ψηλά.. Η ώρα της παρακμής έχει έρθει…

Chapter Three: Τhe Fallen Ones (1990-..)

O αντικαταστάτης του Ross ‘The Boss’ βρέθηκε στο πρόσωπο του David Shankle, ο οποίος επιλέχθηκε μέσα απο 150 υποψήφιους για τη θέση. Με προσωπική υπόδειξη του Columbus, τη θέση πίσω από το drum-kit αναλαμβάνει ο Rhino (πραγματικό όνομα Kenny Earl Edwards). Με αυτή τη σύνθεση κυκλοφορούν, το 1992 το 7ο studio album τους, το -σε γενικές γραμμές- πολύ καλό “The Triumph of Steel”.

Ο δίσκος περιλαμβάνει την πιο φιλόδοξη σύνθεση του συγκροτήματος, το βασισμένο στην Ιλιάδα του Ομήρου ‘Achilles, Agony and Ecstasy in Eight Parts’. Μια 28 λεπτη σύνθεση η οποία περιγράφει τα συναισθήματα του Αχιλλέα, από τη στιγμή του θανάτου του Πάτροκλου, μέχρι τη στιγμή της απόλυτης εκδίκησης του, με το φόνο και το ‘σκύλεμα’ του κουφαριού του Έκτωρα. Ένα εντυπωσιακό κομμάτι, στο οποίο την παράσταση κλέβει και πάλι, ο Eric Adams με τις συγκλονιστικές ερμηνείες του. Από κει και πέρα, ο δίσκος είναι άνισος καθώς περιέχει εξαιρετικά κομμάτια όπως το ‘Spirit Horse of the Cherokee’, με το οποίο οι Manowar καταπιάνονται με μια από τις πιο μαύρες σελίδες της Αμερικανικής ιστορίας, περιγράφωντας μέσα από τα μάτια ενός ινδιάνου Cherokee τη γενοκτονία της φυλής του στη λεγόμενη ‘πορεία των δακρύων’ στην οποία έχασαν τη ζωή τους περίπου 30.000 ομοεθνείς του, το κάργα επιθετικό ‘The Demon’s Whip’ και τη πανέμορφη μπαλάντα ‘Master Οf Τhe Wind’. Τα υπόλοιπα κομμάτια κινούνται σε μέτρια -για τα δικά τους στάνταρ- επίπεδα, αλλά το τελικό πρόσημο στον όλο δίσκο είναι σίγουρα θετικό.

Ήταν τότε που επιτέλους έφτασε η ώρα να εκπληρωθεί το όνειρο ετών χιλιάδων Ελλήνων μεταλλάδων. Στις 21/11/1992, στο Σ.Ε.Φ, 15.000 κόσμου (ανάμεσα τους και εγώ) απολαύσαμε μια από τις καλύτερες metal συναυλίες που έχει δει αυτή η χώρα. Οι Manowar εκείνη τη βραδιά ήρθαν, πήραν κεφάλια και έφυγαν! Αυτή ήταν και η πρώτη μιας μεγάλης σειράς επισκέψεων τους στη πατρίδα μας, οι οποίες είχαν μεγάλες διακυμάνσεις, όπως ακριβώς και η όλη καριέρα τους. Δίπλα σε συγκλονιστικές βραδιές, συνυπάρχουν βραδιές απόλυτης απομυθοποίησης του γκρουπ, πολλές φορές και μέσα στη διάρκεια της ίδιας συναυλίας (!), οι οποίες σε συνδυασμό με τις πολύ μέτριες studio κυκλοφορίες τους τα επόμενα χρόνια, αλλά και κάποιες απαράδεκτες συμπεριφορές του σχήματος προς τους οπαδούς (μερικές εκ των οποίων είχαν εμένα και τη παρέα μου άμεσα αναμεμιγμένους), οδήγησαν αρκετούς από αυτούς στη πόρτα της εξόδου.

Μετά από 4 χρόνια, και ενώ ο Shankle έχει αποχωρήσει για να αντικατασταθεί από τον Karl Logan και ο Scott Columbus επανακτά τη θέση του πίσω από τα drums, κυκλοφορούν το μετριότατο “Louder Than Hell”, στο οποίο παρουσιάζονται με πολύ αλλαγμένο ύφος, δίνοντας το βάρος τους περισσότερο σε απλοικές heavy rock’n’roll συνθέσεις, αφήνοντας κατά μέρος το επικό στοιχείο που ήταν και υπεύθυνο για την αναγωγή τους σε μύθους της μουσικής μας. Η προταιρεότητα τους πλέον φανερά είναι η Αμερικάνικη αγορά και η οικονομική επιτυχία (που ήρθαν), σκέπτικο που όμως έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την ιδεολογία που προωθούσαν μέχρι τότε, περί true metal band και της σταυροφορίας που είχαν ξεκινήσει όλο αυτό το καιρό εναντίον των συγκροτημάτων που εκπροσωπούσαν, κατά τη γνώμη τους, το false metal και τα οποία έπαιζαν μουσική χωρίς συναίσθημα και με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος και την εκμετάλευση των οπαδών. Πως το λέει ο λαός μας; ‘Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη πεις’; Ακριβώς αυτό!

Το 2002, έξι (!) χρόνια μετά το “Louder Than Hell” και ενώ έχει προηγηθεί καταιγισμός κυκλοφοριών από live cd, live dvd, special editions, συλλογές (κάτι για το οποίο μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80, ήταν κάθετα αντίθετοι), κυκλοφορούν τον 9ο τους δίσκο “Warriors of the World”. Σαφώς καλύτερο από το προηγούμενο χάλι (δε γινόταν αλλιώς άλλωστε), με μερική επιστροφή τους στον παραδοσιακό τους ήχο, διαθέτει μερικές πολύ αξιοπρεπείς συνθέσεις, όπως το εξαιρετικό εναρκτήριο ‘Call To Arms’, η εκτέλεση του ‘Nessun Dorma’ του Puccini στο οποίο ο Adams δείχνει και μια άλλη πλευρά του πλούσιου ταλέντου του, το ομώνυμο κομμάτι, το επικό ‘Swords Ιn Τhe Wind’ και τα καταιγιστικά ‘House of Death’ και ‘Fight Until We Die’. Σίγουρα μια καλή στιγμή, από τις ελάχιστες που μας έχουν προσφέρει τα τελευταία 20 χρόνια, αλλά σε καμμία περίπτωση έστω και κοντά στο ένδοξο παρελθόν τους.

Χρειάστηκε να περάσουν άλλα 5 χρόνια, στα οποία μεσολάβησαν 2 παγκόσμιες περιοδείες, η ίδρυση της δικής τους δισκογραφικής εταιρίας Magic Circle Music καθώς και το δικό τους φεστιβάλ, αμέτρητα και πάλι live cd, live dvd, special editions, συλλογές (προφανώς για να βγούν τα έξοδα) και μπόλικες μεγαλοστομίες για να κυκλοφορήσει το 10ο αλμπουμ τους με τίτλο “Gods Of War”. O δίσκος περιλαμβάνει κάποιες (μετρημένες) πραγματικά μεγαλειώδεις στιγμές, όπως τα ‘King Of Kings’, ‘Sons Of Odin’, ‘Gods Of War’, αλλά κάτι η αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια του, κάτι τα αμέτρητα intros, outros, πρελούδια, ιντερλούδια, απαγγελίες και τα υπόλοιπα πολύ αδύναμα κομμάτια, το πρόσημο του δίσκου είναι αρνητικό και χαρακτηρίζεται ως, τουλάχιστον, μέτριος.

Και πάλι ατελείωτες περιοδείες, γραφικές δηλώσεις, κυκλοφορίες live cd, live dvd, special editions, συλλογές, αυτή τη φορά έχουμε στο μενού τη κυκλοφορία διάφορων ‘καλουδιών’, όπως το ‘Warrior’s Shield’- το επίσημο προφυλακτικό για τους οπαδούς (έλεος!!), το τραγελαφικό single ‘Father’ (Πατέρα), τραγουδισμένο σε καμιά 20ρια γλώσσες (και στα Ελληνικά βεβαίως βεβαίως) και την επανεκτέλεση ολόκληρου του πρώτου τους δίσκου, κίνηση το λιγότερο βέβυλη προς το ίδιο τους το δημιούργημα. Το πραγματικά τραγικό γεγονός όμως είναι ο χαμός από καρδιακή ανακοπή του Scott Columbus (10/11/1956 – 4/4/2011) το 2011, λίγο μετά την 2η και οριστική αποχώρηση του απ το σχήμα. Αντικαταστάτης του αναλαμβάνει ο ‘παλιός’ Donnie Hamzik, με τον οποίο θα κυκλοφορήσουν φέτος -και πάλι με 5 χρόνια απόσταση- το απογοητευτικό ‘The Lord Of Steel’ (περισσότερα μπορείτε να δείτε εδώ).

Αυτή λοιπόν συνοπτικά, είναι η ιστορία των Manowar, του συγκροτήματος που όλοι αγαπάμε να μισούμε. Το μέλλον τους είναι, στη καλύτερη περίπτωση, αμφιλεγόμενο καθώς η οικονομική/εμπορική τους επιτυχία και η δημοτικότητα που απολαμβάνουν, συμβαδίζει με την κάθετη πτώση στη καλλιτεχνική τους αξία, κάτι για το οποίο οι ίδιοι δε δείχνουν να νοιάζονται.. Θα υπάρξουν σίγουρα και άλλες κυκλοφορίες τους, τις οποίες μαζοχιστικά θα περιμένουμε με την ίδια ανυπομονησία όπως ο διψασμένος το νερό στη Σαχάρα, οι οποίες πιθανότατα και πάλι θα μας απογοητεύσουν για ακόμα μια φορά. Οι ίδιοι θα συνεχίσουν τη πορεία τους, μη δίνοντας σημασία στις διάφορες έντονες φωνές διαμαρτυρίας, κυρίως των παλιών ακολούθων τους (άλλωστε είναι μεγάλοι πλέον για να αλλάξουν περπατησιά). Το μόνο βέβαιο είναι πως με τα πρώτα 6 άλμπουμ τους έχουν αφήσει μια εξαιρετική παρακαταθήκη, η οποία έχει αντέξει το τεστ του χρόνου, έχει προκαλέσει ασύλληπτα συναισθήματα σε όσους είχαμε την τύχη να τους ακούσουμε στα καλύτερα τους και θα συνεχίσουμε πάντα, μα πάντα όμως, να σηκώνουμε τις γροθιές μας στον αέρα στο άκουσμα κάποιων από τα εκπληκτικά κομμάτια τους και να αναφωνούμε με το ίδιο πάθος: “Other bands play, Manowar kill”!

[box] Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στον αδελφό μου Πάνο-war, στον “my brother of metal” Μάνο-war και στη μνήμη του Scott Columbus.. “FOREVER WE ARE FIGHTING THE WORLD SIDE BY SIDE”!!![/box]

[box type=”info”] Οι Manowar κατέχουν τα ρεκόρ Guiness για τη συναυλία με τα περισσότερα ντεσιμπέλ (139), και για τη μεγαλύτερης διάρκειας συναυλία (5 ώρες και 1′ στη Βουλγαρία το 2008)[/box]

[box type=”info”] Το όνομα Eric Adams αποτελεί την ένωση από τα ονόματα των παιδιών του Eric και Adam. Το πραγματικό του όνομα είναι Louis Marullo.[/box]