Η ουσία του rock’n’roll είναι η διασκέδαση. Όχι ο προβληματισμός, οι βαρύγδουπες συνθέσεις, ή οι ψαγμένοι στίχοι, αλλά το να είναι το soundtrack της παρέας που τα πίνει στο μπαρ, του πάρτυ, ή ακόμα και το ηχητικό χαλί για να τη “πέσεις” στην τύπισσα που κοιτάς απ την άλλη μεριά της μπάρας. Όλοι έχετε περάσει βραδιές τέτοιου είδους και σίγουρα καταλαβαίνετε πολύ καλά τι εννοώ.

Το ντεμπούτο album των Devil’s Train κινείται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο. Δώδεκα feelgood κομμάτια αγνού rock’n’roll με σύγχρονη προσέγγιση. Το νέο group των R.D Liapakis (φωνητικά – Mystic Prophecy), Jari Kainulainen (μπάσο – ex Stratovarius, Evergrey, Symphonia), Jorg Michael (drums – Stratovarius) και του ταλαντούχου συμπατριώτη μας Laki Ragazas (κιθάρα), μας παραδίδουν ένα δίσκο ο οποίος κοιτάει προς το Αμερικάνικο hard rock και φέρνει εύκολα στο μυαλό σχήματα όπως οι Badlands, Whitesnake, Bad Company,  αλλά και τον Zak Wylde, κυρίως λόγω της κιθάρας που σε πολλά σημεία προσωπικά μου έφερνε “καρφί” στο μυαλό τον “μούσια” κυρίως στις προσωπικές του δουλειές.

Οι Devil’s Train δε προσπαθούν να κρύψουν τις επιρροές τους, αντίθετα τις υπερτονίζουν, καθώς ο χαρακτήρας του γκρουπ είναι να προσφέρει διασκέδαση, και όχι να ανακαλύψει τον τροχό. Άλλωστε το background των μουσικών που το απαρτίζουν δείχνει ότι δεν έχουν ανάγκη την επιβεβαίωση – καθώς ο καθένας έχει τη δική του αυτόνομη πορεία – αλλά το να παίξουν τη μουσική που γουστάρουν και να διασκεδάσουν και αυτοί, μακριά από τα όρια στα οποία κινούνται με τα “κανονικά” τους συγκροτήματα.

Ο δίσκος περιέχει 11 αυθεντικές συνθέσεις, καθώς και μια διασκευή στο πασίγνωστο “American Woman” των Καναδών Guess Who, η οποία δένει απόλυτα με το όλο κλίμα του δίσκου. Κομμάτια που γούσταρα περισσότερο, είναι τα “Devil’s Train” ( η εισαγωγή του οποίου είναι καρφί η εισαγωγή του Desire από τον Ozzy),  “Roll The Dice”, “Sweet Devil’s Kiss”, “Coming Home”, η -πιο καψούρα πεθαίνεις- μπαλάντα “Forever”, και το “Yellow Blaze”, χωρίς να μειώνω κάποιο απ τα υπόλοιπα.

Η παραγωγή έχει γίνει απ τον Λιαπάκη σε συνεργασία με τον Christian Schmid και είναι υποδειγματική, ενώ εκτελεστικά η μπάντα μένει σε απλές φόρμες, αποφεύγοντας την επίδειξη (άλλωστε το είδος δε προσφέρεται), αλλά ειδική μνεία θα κάνω στον άγνωστο (τουλάχιστον σε μένα) κιθαρίστα Λάκη Ραγκαζά, ο οποίος αποτελεί ακόμα μια ανακάλυψη του Λιαπάκη, ο οποίος έχει ταλέντο στο να αναδεικνύει νέους Έλληνες μουσικούς, κάτι που είναι στα υπέρ του.

Συμπερασματικά, όσοι γουστάρετε να περάσετε όμορφες στιγμές , αυτός ο δίσκος είναι το κατάλληλο μουσικό χαλί.  Cheers mates!!!