Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα “πίστεψέ με” και τα “μη.”
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.


Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς του  ’30. Η ροπή του τόσο προς την ελληνική παράδοση όσο και προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό τον οδήγησαν να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ύφος, λυρικό αλλά και εθνικό ταυτόχρονα. Στο έργο του αντικατοπτρίζεται καθαρά η πολυσχιδής ικανότητά του να χειρίζεται την γλώσσα και να την μετατρέπει σε «ποίηση» είτε πρόκειται για ποιητικές συλλογές είτε για πεζά και δοκίμια.

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

με τα μισόλογα τα σβησμένα

τα καραβόπανα τα σχισμένα

Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια

όλα τα πήρε τα πήγε πέρα

τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι. 

 Απονομή Νόμπελ Λογοτεχνίας | 18 Οκτωβρίου 1979

Ο Οδυσσέας Ελύτης, ήταν ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης που γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1911 και είναι το τελευταίο από τα έξι παιδιά της Μαρίας Βρανά και του Παναγιώτη Αλεπουδέλη. Με καταγωγή από την Μυτιλήνη, μεταφέρεται στην Κρήτη και έπειτα στον Πειραιά λόγω αναγκών της επιχείρησης του πατέρα του. Εκεί ξεκινά να ξεδιπλώνει και το ανήσυχο πνεύμα του. Γράφεται στην Νομική, την οποία δεν τελειώνει ποτέ. Αλλά από τότε συναναστρέφεται με τους φιλολογικούς και πνευματικούς κύκλους της Αθήνας. Γνωρίζει το έργο του Καβάφη, του Αντρέα Κάλβου, του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών δημιουργώντας έτσι το προσωπικό του ποιητικό ιδίωμα. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» που αποτελούσε κινητήριο πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 και από τότε καθιερώνεται ως Οδυσσέας Ελύτης.

 

Ένα και δυό: Τη μοίρα μας δεν θα την πει κανείς

Ένα και δυό: τη μοίρα του ήλιου θα την πουμ’ εμείς.

                                                                              Ήλιος ο Πρώτος 

Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά.

                                                     Σηματολόγιον

 

Ο κόσμος όλος θρηνεί τα θύματα και τα απομεινάρια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ελύτης ψάχνει το νέο όραμα στην ποίηση, «την Μεγάλη Ιδέα», την ανανέωση, την αλλαγή και γίνεται μέσα από το έργο και την ζωή του πνευματικός ταγός και ρομαντικός επαναστάτης.

Μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο, γνωρίζουν τον Υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Με την έναρξη του ελληνοιταλικού πολέμου επιστρατεύεται στα αλβανικά βουνά. Γράφει το «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».

Τα χρόνια 1948 – 1951 διαμένει στην Ευρώπη. Τα δεινά και οι κακουχίες που πέρασε και περνά η μητέρα Ελλάδα (πόλεμος – κατοχή – κίνημα – εμφύλιος) γίνονται ακόμα πιο ζοφερά μπροστά στην εικόνα της καλοζωίας των Ελβετών. Η μετάβαση στο Παρίσι ενισχύει το αίσθημα κατωτερότητας για την ελληνική φυλή στο μυαλό του Ελύτη, ο οποίος είναι έτοιμος να κάνει την διαμαρτυρία του. Έχει την ανάγκη για δέηση, για κάθαρση, λύτρωση και απελευθέρωση. Τα χρόνια αυτά της αυτοεξορίας, μέστωσαν το «διακύβευμα» του ποιητή για το «Άξιον Εστί» που αν και πολεμήθηκε, καθιερώθηκε και αποτελεί ένα εθνικό έργο τεχνικής αρτιότητας και σπουδαίας αισθητικής αξίας.

Ο Οδυσσέας Ελύτης διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 του απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης και ξεχωρίζει για την ευγένεια, την καθαρότητα και την διαφάνεια του λόγου του που χαϊδεύει την ψυχή και την τροφοδοτεί με ελπίδα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο πόθος του ποιητή… Να πατήσει γερά στις αξίες, να δυναμώσει την «ελληνική» ψυχή και να εμφυσήσει το όραμα…

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.

Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

                                                                                                    Άξιον Εστί

 Θέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σέ βλέπουμε.

                                                                                       Σηματολόγιον