Γράφει η Έλενα Αντωνίου

Aπό την Πάτρα και τους Raining Pleasure στη διασκευή τραγουδιών του Τσιτσάνη, η 20χρονη διαδρομή του Vassilikos, δεν μπορούσε παρά να είναι η υπόσχεση μιάς πολύ ενδιαφέρουσας και πλούσιας βραδιάς.

Σάββατο, 22 Σεπτεμβρίου. Ο κήπος του Μεγάρου Μουσικής γεμίζει κόσμο. Παρέες-παρέες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, μικροί-μεγάλοι, καθιστοί, ξαπλωμένοι στο γκαζόν, σε ψάθες, μπουφάν, χαρτόνια, παρεό. Στο κέντρο της Αθήνας ένας κήπος για μάς. Με το φθινόπωρο να δροσίζει. Με τον ουρανό από πάνω πεντακάθαρο ευτυχώς. Με τη μουσική να μας περιμένει

Διαβάζω σε συνέντευξή του Λάκη Λαζόπουλου .. “αυτή την εποχή που όλοι οι Ελληνες έχουν τόσους λόγους να νιώθουν πεσμένοι, είναι η επιστροφή στο ουσιαστικό που μας κρατάει ακόμα. Είναι καιρός να επαναπροσδιορίσουμε στην μουσική το τί είναι δικό μας. Αυτά τα παιδιά παίρνουν το “παλιό υλικό” και το κάνουν υλικό όλων των γενεών”.

Ενώ ο ίδιος λέει “.σ’αυτή τη συναυλία, αυτό που θα κάνω, είναι να αφήσω τα τραγούδια να με οδηγήσουν…”

Η μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη έχει διαφορετικό ήχο. Το κάθε του τραγούδι είναι μία αφήγηση. Της στιγμής, της συνθήκης, του πόνου, του ξεριζωμού, του έρωτα, του πάθους, ενός λάθους, μιάς στιγμής.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης μας ξανασυστήθηκε πίσω από τους μουσικούς, πάνω στο λευκό πανί. Από μιά συνέντευξη του ’79. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς ηπειρώτες. Διδάχτηκε βιολί, και από μιά μαντόλα του πατέρα του που την έκανε μπουζούκι άρχισε να γράφει από τα 14. Ηρθε στην Αθήνα να γίνει δικηγόρος, αλλά τον κέρδισε η μουσική. Τα πρώτα ρεμπέτικα που είχε ακούσει ήταν του Μάρκου Βαμβακάρη, αν και αυτός γοητεύτηκε από τον Βαγγέλη Παπάζογλου Χρονιά την χρονιά, με πολλή δουλειά, από τη Θεσσαλονίκη, στον Βόλο, κι από κεί στην Αθήνα . Κατάφερε και έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο, τα τραγούδια του έχουν ξεπεράσει τα χίλια και γνώρισαν ευρύτατη αποδοχή. Σε κάποια στιγμή της συνέντευξης μας λέει:
“Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 το λαϊκό τραγούδι, άρχισε να τραυματίζεται και ψυχορραγούσε επί 15 χρόνια από την εισροή χιλιάδων μελωδιών ξένων χωρών. Των περίφημων ινδοαραβοτουρκικών, που οικειοποιήθηκαν και παρουσίασαν ως ελληνικά έργα δικοί μας έλληνες μουσικοκάπηλοι συνθέτες. Αρμόδιοι μουσικολόγοι ας ερευνήσουν σε βάθος το τεράστιο αυτό θέμα, με τις επιπτώσεις του. Τις σημερινές και για το μέλλον. Κι ας βάλουν στον μαυροπίνακα τους υπεύθυνους”. “Εγώ προσπαθώντας για τη σωτηρία του λαϊκού τραγουδιού, έφτιαξα τότε μερικά τραγουδάκια που έφτασαν στο κοινό κι έγιναν επιτυχίες”…”Εδωνα ευχές από μέσα μου, να τα αγαπά ο κόσμος”.

Δεν ξέρω αν ο Vassilikos κατάφερε σαν καλλιτέχνης να ικανοποιήσει την προσωπική του μούσα ή ό,τι ήταν αυτό που τον κινητοποίησε να πάρει τα έργα που επέλεξε, να διαβάσει τη δομή τους, να τα ανοίξει, να τα απλώσει, και να τα προσεγγίσει με τον δικό του τρόπο πριν τα προσφέρει σε εμάς.

Εγώ ξέρω ότι υπήρξαν στιγμές που έκλεισα τα μάτια μου σιγοτραγουδώντας τις γνώριμες μελωδίες κι υπήρξαν στιγμές που ξαφνιάστηκα από τη διαφορετική τους ερμηνεία.

Και ήμουν εκεί για να ξέρω ότι η βραδιά είχε απ’όλα. Τα τεχνικά απρόβλεπτα παραλίγο να ακυρώσουν τη συναυλία, και τον έφεραν στη σκηνή με καθυστέρηση και με κάποια ένταση. Μας έδωσε όμως όλα όσα ήθελε ή μπορούσε να μας δώσει. Και ήρθε η “Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Κάνε λιγάκι υπομονή”, και μετά μαζί του η Ελεωνόρα Ζουγανέλη με τις “Αραπίνες”, η Ελένη Τσαλιγοπούλου “Γεννήθηκα για να πονώ”, ο Λάκης Παπαδόπουλος “Ανάθεμά σε θάλασσα”, Ετσι είναι κάτι “Νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες”

Θίο Γκουτσίδης ηλεκτρική κιθάρα
Βασίλης Τριανταφυλλόπουλος πλήκτρα
Νίκος Μαυρίδης βιολί
Vassilikos κιθάρα

Φωτογραφίες & Video : http://tospirto.net