Μ αρέσουνε οι βουνίσιοι δρόμοι. Αυτοί οι φιδογυριστοί, οι ανηφορικοί, που σε παίρνουνε από το επίπεδο της θάλασσας η του κάμπου και σ ανεβάζουν, σ ανεβάζουν, μέχρι που νοιώθεις τον αέρα ν αλλάζει, να γίνεται πιο δροσερός, πιο μυρωδάτος και το βαθύ πράσινο των ελάτων να σπάει μόνο απ τους μαυροκίτρινους πασσάλους στην άκρη του δρόμου. Και στη μηχανή μου αρέσουνε. Η θέση οδήγησής της, η δύναμη από χαμηλά και το γουργούρισμα του κινητήρα της είναι σα να μου λένε κάθε φορα: “τι με βασανίζεις στο σταμάτα-ξεκίνα της πόλης, έλα ν ανέβουμε κάνα βουνό να βρούμε την υγειά μας!”
Έτσι λοιπόν, φίλοι μου ε-beer-όβιοι, το περασμένο Σάββατο είχαμε ένα ευτυχισμένο δίδυμο που ανηφόριζε πάνω απ το Ξυλόκαστρο για να φτάσει στο αθλητικό κέντρο της Ζήρειας, στα χίλια εξακόσια μέτρα υψόμετρο, όπου για τέταρτη φορά οργανώνεται το Ziria Music Festival, στη μνήμη του Ξυλοκαστρίτη μουσικού Νίκου Δόικα.
Φτάνοντας στο χώρο, αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο αριθμός των σκηνών που έχουν στηθεί, πραγματικός καταυλισμός, αλλά και ο αριθμός των οικογενειών με παιδιά κάθε ηλικίας που έχουν ανεβεί. Ως και μια μαμά με μωρό στην αγκαλιά είδα, να το κουνάει στο μπιτ των Bump Trio που εκείνη την ώρα (εφτάμση, οχτώ παρά) βρίσκονται στη σκηνή. Τι καλύτερη απόδειξη του ότι το ροκ είναι τρόπος ζωής!
Επόμενο γκρούπ οι Ενέδρα, νέα παιδιά με δικές τους συνθέσεις, μιά συμπαθέστατη κοπέλα στα φωνητικά και τον Νίκο Σπυρόπουλο των Σπυριδούλα στο μπάσο, τον οποίο δεν παραλείπουν να ευχαριστήσουν αποκαλώντας τον δάσκαλό τους.
Τους Ενέδρα θα διαδεχτεί ο B.D. Foxmoor, όπου μαζί μ ένα φίλο στην κιθάρα θα παρουσιάσει κάτι που ο ίδιος χαρακτήρισε “λίγο στενάχωρο προτζεκτάκι” σπεύδοντας να προειδοποιήσει σχετικά “όσους έχουνε ψυχολογικά προβλήματα”. Να με συμπαθάει η ψυχή των Active Member, αλλά τοση μαυρίλα στο ίδιο πεισιθάνατο στίλ για πάνω από μια ώρα, δύσκολα αντέχεται…
Σειρά έχουν οι The Bet, ένα γκρουπ που σχηματίστηκε το 2010, μ έναν ενδιαφέροντα ήχο που οι ίδιοι προσδιορίζουν ως power soul κι έναν frontman που μου κάνει κάτι σε υβρίδιο Cobain και Johnny Depp με αρκετές δυνατότητες ωστόσο στη φωνή και πολύ ανεβασμένη διάθεση που φιλότιμα προσπαθεί να μεταδώσει στο κοινό, συχνά με επιτυχία.
Η ώρα κοντεύει μεσάνυχτα και επί σκηνής οι αδελφοί Νίκος και Βασίλης Σπυρόπουλος στις κιθάρες, Βαγγέλης Χάνος στο μπάσο και Παναγιώτης Βουρδουμπάς στα τύμπανα, αλλοιώς γνωστοί και ως Σπυριδούλα… Μια πορεία που ξεκίνησε το ’77, συναντήθηκε για λίγο με αυτή του Παύλου Σιδηρόπουλου στο ιστορικό “Φλου” και έφτασε στο σήμερα μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα, αλλαγές αλλά και απώλειες. Να πούμε εδώ οτι ο Νίκος Δόικας, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το φεστιβάλ, ήταν μπασίστας στους Σπυριδούλα από το 1992 ως τον πρόωρο θάνατό του το 1999.
Τώρα το κλίμα ζεσταίνει παρά τη βουνίσια ψυχρούλα, καθώς γνώριμοι ήχοι ξεχύνονται απ τα διάφορα Marshall και Peavey… ‘Που να γυρίζεις’, ‘Είμαι ελεύθερος’, ‘Στην Κ’, ‘Μου πες θα φύγω’… και λίγο αργότερα, να σου κι ο Θείος Νώντας με το trademark πια στρατιωτικό τζάκετ και το καβουράκι.. Θα ξεκινήσει με το ’69’ και καπάκι το ‘Hey Joe’. Τι να πει κανείς γι αυτό τον τύπο… από τα χρόνια του Εξαδάκτυλου και του “Μεταφοραί-Εκδρομαί ο Μήτσος” ως τώρα, μια ζωντανή παρουσία στην Ελληνική ροκ, ένας άνθρωπος ενεργός, σκεπτόμενος, ενδιαφέρων και πάνω απ όλα αυθεντικός. Παρέα με μια εξαιρετική κυρία, τη Μαρία Αριστοπούλου, θα μας πούνε το ‘The Night They Drove Old Dixie Down’, η Μαρία μόνη της θα μας πει το ανατριχιαστικό ‘A Working Class Hero’, κι άλλα που ξεχνάω τώρα (μμμ, ωραία ανταπόκριση!) για να μας χαιρετίσει με τον ‘Μπάμπη το Φλου’... οι δε Σπυριδούλα, μόνοι τους τώρα, θα μας αφήσουν με το ‘Νάυλον Ντέφια και Ψόφια Κέφια’ και την ευχή “να μαστε καλά να γινόμαστε χάλια” Άξιοι!
Η βραδιά συνεχίζεται όμως και είναι ώρα για τους Blues Cargo ν’ ανέβουνε στη σκηνή. Ένα συγκρότημα που με κέφι και συνέπεια υπηρετεί, καμμιά εικοσιπενταριά χρόνια τώρα, το είδος της μουσικής που γουστάρουν, το Chicago Electric Blues. Η Telecaster πραγματικά κελαηδάει στα χέρια του Στέλιου Ζαφειρίου και δένει πανέμορφα με το σαξόφωνο του Μπάμπη Τσιλιβίγκου. Συμπληρώνει ο Γιώργος Λαγογιάννης, ο “πιτσιρικάς” της παρέας στα πλήκτρα και για το ρυθμό φροντίζουν το κέφι και το μπάσο του Μήτσου-handyman-Ιωάννου και τα στιβαρά τύμπανα του Πέτρου Δακτυλίδη. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς, καθώς τις δικές τους συνθέσεις ακολουθούν και άλλα, κλασικά blues κομμάτια, πως οι τύποι έχουν το κοινό τους, ίσως όχι τόσο πολυπληθές όσο οι προηγούμενοι, αλλά το ίδιο ένθερμο και ενθουσιώδες, και βέβαια με τον γράφοντα μέσα σ αυτό! (για όποιον δεν το κατάλαβε χεχε..)
Τρεις παρά τέταρτο η ώρα, και η προοπτική των διακοσίων χιλιομέτρων της επιστροφής-ναι, δε μερίμνησα για διανυκτέρευση- σε συνδυασμό με τη νυχτερινή ψύχρα που καθόλου εξοπλισμένος δεν είμαι ν αντιμετωπίσω, μου ψιθυρίζουν “ώρα να την κάνεις μεγάλε, γιατί δε σε κόβουμε να φτάνεις σώος σπίτι”. Έτσι, δεν έμαθα ποτέ τι ήταν και τι έπαιξαν οι Space Blanket που θ ακολουθούσαν… Αυτά όμως που είδα, άκουσα, μύρισα, γεύτηκα (ναι, ναι, είχε και σουβλάκια και μπύρες φίλοι έμπειροι) αυτό το Σαββατόβραδο, φτάνουν και περισσεύουν. Και του χρόνου παίδες!
Ανταπόκριση: Νίκος Φουρμούζης