Έντεχνο, έντεχνο, έντεχνο. Ανάθεμα και αν ξέρουν όλοι όσοι δηλώνουν ακροατές έντεχνης μουσικής, τι πραγματικά είναι. Στην ερώτηση ” Τι μουσική ακούς; “, οι 7 στους 10 θα σου απαντήσουν έντεχνη. Όχι για να το παίξουν δήθεν ούτε για να θεωρηθούν κουλτουρέ..αλλά γιατί πολύ απλά είναι πεπεισμένοι ή ίσως και από άγνοια ότι η μουσική τους εντάσσεται στα έντεχνα ακούσματα.
Πώς ανακαλύπτεις ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα; Πολύ απλά όταν μιλάς μαζί τους στο τηλέφωνο και τους πετυχαίνεις στο σπίτι, στο γραφείο ή στο αυτοκίνητο και δίνεις παραπάνω προσοχή στο μουσικό backround διαπιστώνεις πως οι μελωδίες είναι λίγο… πώς να το πω… πιο ντίρλι – ντίρλι.
Φυσικά για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω κανένα πρόβλημα με την μουσική που επιλέγει ο καθένας να ακούσει αρκεί να ξέρει να την εντάσσει στο σωστό είδος. Όλοι τα έχουμε ακούσει όλα, αλλά να ξέρουμε και τι είναι κάθε φορά!!!
Σκοπός λοιπόν του άρθρου αυτού είναι να αποκαταστήσει και να διευκρινίσει την έννοια του έντεχνου τραγουδιού ώστε να μάθουμε όλοι εμείς που δε ξέρουμε από πού έχει προέλθει. Αρχικά να αναφέρουμε πως η λέξη ” έντεχνο” σαν όρος δεν είναι δόκιμος. Πιο συγκεκριμένα δε μπορεί να σταθεί μόνη της στον λόγο σαν λέξη. Τι σημαίνει δηλαδή έντεχνο αν δε συνοδεύεται το επίθετο από ένα ουσιαστικό όπως έντεχνο τραγούδι, έντεχνοι καλλιτέχνες, έντεχνη μουσική κλπ.
Θεωρώντας λοιπόν δεδομένη την παραπάνω διαπίστωση, προχωράμε στην αναζήτηση προέλευσης της ονομασίας της έντεχνης μουσικής.
Τέλη δεκαετίας του 1950 – αρχές δεκαετίας του 1960 ακούμε για πρώτη φορά τον όρο “έντεχνη μουσική” ,από δύο πολύ σπουδαίους συνθέτες τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη, εννοώντας τον συνδυασμό σύνθετων μουσικών φορμών με τον λόγο Ελλήνων ποιητών. Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει το έντεχνο – λαϊκό τραγούδι ως « ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες».
Η πρώτη προσπάθεια να κάνει πράξη τα λόγια του ήταν ο «Επιτάφιος», το 1958 σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, για το οποίο ανέφερε « δεν είναι τίποτα άλλο παρά το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική μουσική και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση ».
Έτσι λοιπόν, η παράδοση μελοποιημένων ποιημάτων ονομάστηκαν έντεχνα τραγούδια και διαφέρουν από τα λαϊκά ως προς τον στίχο και την μουσική (ενορχήστρωση, ύφος). Άξιοι συνεχιστές δημιουργοί είναι ο Νίκος Μαραγκάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μάνος Λοϊζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος και άλλοι πολλοί.
Επιπλέον, στο νεότερο ρεύμα ελληνικής έντεχνης μουσικής δεν εφαρμόζεται συχνά η μελοποίηση ποιημάτων. Το σημερινό έντεχνο τραγούδι ξεχωρίζει από την ιδιαιτερότητα των στίχων και από τον ρυθμό της μουσικής, σε αντίθεση με τις επαναλαμβανόμενες μελωδίες και στίχους που συναντάμε συνέχεια σε ραδιόφωνα και εκπομπές, μην αναγνωρίζοντας κάθε φορά τον καλλιτέχνη και το τραγούδι του. Διαφορές ανάμεσα σε διαχρονικά τραγούδια και διαχρονικούς καλλιτέχνες που αντέχουν στον χρόνο και που δυστυχώς η νέα γενιά δεν θα γνωρίσει και σε τραγούδια – πυροτεχνήματα που οι ίδιοι οι νέοι τα επικροτούν και ταυτόχρονα τα πετάνε στα σκουπίδια μόλις βαρεθούν.
Σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Χρήστος Θηβαίος, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Ορφέας Περίδης και ευτυχώς πάρα πολλοί ακόμα συντελούν στην ανάπτυξη και συντήρηση της έντεχνης μουσικής δίνοντας μας την ελπίδα ότι εμείς οι λίγο πιο παλιοί θα τους ακούμε για πολλά χρόνια ακόμα.
Καταλήγοντας θα πω πως είναι ευχάριστο που υπάρχουν άξιοι και σπουδαίοι καλλιτέχνες να εκπροσωπούν και να αναδεικνύουν την ελληνική γλώσσα, την ελληνική μουσική, το ελληνικό ταλέντο και πολύ πιο ευχάριστο που ακόμα υπάρχουν ραδιοφωνικοί σταθμοί και άτομα (βλέπε www.mousikeebeeries.gr και τους ακροατές του αντίστοιχα) που εκτιμούν και μοιράζονται τη μουσική.
Να αγαπάτε τη μουσική σας, να την ακούτε, να σας ταξιδεύει και να την μοιράζεστε.