Γράφει η Χριστιάννα.

Μπορεί ένα συγκρότημα να ενώσει μουσικά τη μητέρα με την κόρη; Την Αγγλία δηλαδή με την Αμερική; Αν ναι, τότε σίγουρα αυτοί είναι οι Mumford & Sons. Η μπάντα που δημιουργήθηκε στο Λονδίνο το Δεκέμβριο του 2007, κατάφερε μόλις με το δεύτερο studio album “Babel” να βρεθεί στο Νο1 σε Αγγλία και Αμερική και το Babel να γίνει το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις στις δύο χώρες  για το 2012.

  Αλλά ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Οι Mumford & Sons δεν είναι μια συνηθισμένη μπάντα. Κατ’ αρχήν εγώ προσωπικά δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι προέρχονται από την Αγγλία. Χρησιμοποιούν όργανα που ανήκουν στη bluegrass μουσική (παραδοσιακή Αμερικάνικη μουσική, υποείδος της country) που κι αυτή με τη σειρά της βέβαια έχει τις ρίζες της στην παραδοσιακή σκοτσέζικη και ιρλανδέζικη μουσική, όπως αυτή μεταφέρθηκε από τους μετανάστες που έφτασαν στα Απαλάχια Όρη το 18ο αιώνα κουβαλώντας τις μουσικές παραδόσεις των προγόνων τους. Η μουσική αυτή είναι κατά βάση χορευτική, για αυτό και στα περισσότερα τραγούδια του συγκροτήματος μπορείς να χορέψεις με την ψυχή σου.

 Η αίσθηση που σου δίνουν τα τραγούδια τους είναι ανεβαστική στην αρχή και λυτρωτική στη συνέχεια. Και αυτό γιατί- και εδώ είναι το δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκροτήματος- η ποίησή τους είναι σπουδαία. Το περιεχόμενο των στίχων τους έχει λογοτεχνικές επιρροές τόσο από τον Shakespeare όσο και από τον John Steinbeck και την Οδύσσεια του Ομήρου. Οι Mumford & Sons είναι οι ίδιοι βουτηγμένοι στη λογοτεχνία. Εμφανισιακά και στιλιστικά μοιάζουν άλλες φορές σαν να ξεπήδησαν από τις σελίδες του  Great Gatsby του Francis Scott Fitzgerald και άλλες από τον Charles Dickens. Έφεραν στο προσκήνιο ακόμα και την απαρχαιωμένη cravat που τόσο ξενίζει τους Αμερικανούς στις περιοδείες τους. Τα κλιπ τους είναι γεμάτα από φύση όπως αυτή περιγράφεται στα έργα του Ralph Waldo Emerson και του Henry David Thoreau. Αρκετά όμως με τις δικές μου εμμονές περί λογοτεχνίας που βέβαια ήταν καταλυτικές στο να εκτιμήσω και τελικά να λατρέψω αυτή τη μπάντα.

   Αυτό όμως που τους κάνει για μένα ακόμα πιο ξεχωριστούς είναι η μουσική ιδιοφυία τους. Όλα τα μέλη του συγκροτήματος παίζουν τουλάχιστον 3 διαφορετικά όργανα. Στα live τους αλλάζουν τόσο συχνά όργανα που πρέπει να αστειεύονται διαρκώς για να καλύψουν το χρόνο ανάμεσα στις αλλαγές. Η μπάντα δεν έχει βασικό ντράμερ. Αυτόν το ρόλο το παίζουν εκ περιτροπής τα μέλη. Ο Marcus Mumford που τραγουδά, παίζει  κιθάρα και μαντολίνο και με το πόδι του βαράει συνεχώς ένα μπάσο τύμπανο. Ο Ben Lovett τραγουδά παίζει πλήκτρα, ακορντεόν και ντραμς. Ο Winston Marshall τραγουδά, παίζει banjodobro και κιθάρα και ο  Ted Dwane επίσης τραγουδάει, παίζει τσέλο, μπάσο και ηλεκτρική κιθάρα, όντας αυτοδίδακτος μουσικός. Τα μέλη είναι τόσο δεμένα και ισότιμα μεταξύ τους που πάντα παρουσιάζονται στις συναυλίες απόλυτα ευθυγραμμισμένοι. Στη συνέχεια βέβαια γίνεται χαμός καθώς ο ένας μπερδεύεται στα πόδια του άλλου αλλάζοντας όργανα. Όπως και να έχει η παρουσία τους επί σκηνής είναι μεθυστική. Σε παρασέρνουν με τον απίστευτο ρυθμό που δίνει το μπάντζο και σε ζαλίζουν με τη δεξιοτεχνία τους σε όλα τα όργανα. Πλαισιώνονται επίσης από εξαιρετικούς μουσικούς στο βιολί καθώς και σε τρομπέτες και τρομπόνι. Οι συναυλίες του θυμίζουν πανηγύρι. Οι θεατές χοροπηδάνε συνέχεια στο ρυθμό και τραγουδάνε ασταμάτητα.

           Δεν αναφέρθηκα σε συγκεκριμένα τραγούδια τους γιατί για μένα είναι όλα εξίσου σημαντικά. Μεγάλες επιτυχίες έγιναν από το πρώτο τους άλμπουμ Sigh no more (2009) το Little lion man και το Winter winds, αλλά και το Dust Bowl Dancer που το απογειώνουν στα live. Το single από το δεύτερο άλμπουμ Babel που ακούμε όλοι πια φανατικά είναι το I will wait καθώς και το συγκινητικό Lover of the light.

    Η αποδοχή του συγκροτήματος τα δύο τελευταία χρόνια είναι τρομακτική σε όλες τις αγγλόφωνες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Αυστραλίας και της Ν. Ζηλανδίας. Στην Αμερική εμφανίστηκαν στο Live on Letterman και κυριολεκτικά «σάρωσαν». Στα βραβεία Grammy 2011 τραγούδησαν μαζί με τον Bob Dylan. Αυτή την εποχή περιοδεύουν σε όλη την Αγγλία , ακολουθεί η Αμερική μετά τις γιορτές και επιστρέφουν ξανά σε όλη της Ευρώπη, εκτός της Ελλάδας. Στη χώρα μας δυστυχώς στερούμαστε αυτή τη χαρά. Ας είναι καλά το youtube.