Το στρατόπεδο συγκέντρωσης, τα βασανιστήρια, ο πόλεμος και μέσα σε όλα αυτά ο έρωτας, ζωντάνευσαν επάνω στη σκηνή του θεάτρου Badminton! Το συγλονιστικό, αυτοβιογραφικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη το οποίο δεν αποτελεί θεατρικό έργο αλλά μαρτυρία παρουσιάστηκε πρώτη φορά ως ολοκληρωμένη θεατρική παράσταση. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο αυτοβιογραφικό “Μάουτχάουζεν” που κυκλοφόρησε το 1965, διηγείται όσα έζησε στο ομώνυμο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο οποίο υπήρξε κρατούμενος από το 1943 έως το 1945. Με κεντρικό άξονα τον έρωτα του, νεαρού τότε, Ιάκωβου με μια συγκρατούμενη του, ξετυλίγεται μια ιστορία φρίκης αλλά και ελπίδας η οποία γίνεται ακόμα πιο ανατριχιαστική, όταν ο θεατής αναλογιστεί ότι δεν είναι αποκύημα κάποιας φαντασίας αλλά πραγματική…
Το έργο εξελίσσεται σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα με το Στέλιο Μάινα να υποδύεται τον Ιάκωβο Καμπανέλλη στο ρόλο του αφηγητή ο οποίος σε ώριμη πλέον ηλικία, ανατρέχει στο παρελθόν και αφηγείται τη ζωή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το μεγαλύτερο μέρος των αφηγήσεων αναφέρεται στο τι διαδραματιζόταν στο στρατόπεδο κατά τη διάρκεια της αναμονής της επιστροφής στην πατρίδα, ενώ δραματοποιείται με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο να υποδύεται τον Ιάκωβο σε νεαρή ηλικία. Η ιστορία διακόπτεται σε πολλά σημεία παρεμβάλλοντας – με τη μορφή flashback – ιστορίες και περιστατικά που έζησαν οι πρωταγωνιστές όσο ήταν κρατούμενοι. Τα περισσότερα περιστατικά αναφέρονται σε βασανιστήρια , σωματικά και ψυχολογικά που επιφύλασσαν οι ναζί στους κρατούμενους. Όμως δεν λείπουν και οι αισιόδοξες νότες, όπως η ιστορία του αγέρωχου Αντώνη που δεν έχανε ποτέ την αξιοπρέπειά του και η ανθρωπιά του κρατουμένου στον οποίο ο Καμπανέλλης χρωστούσε τη ζωή του, ή η περιγραφή του συγγραφέα για το πώς περνούσαν οι κρατούμενοι τις Κυριακές που δεν εργάζονταν, κοιτάζοντας οι άντρες τις γυναίκες από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος… Και στο τέλος η λήξη του πολέμου, οι γιορτές και η χαρά για την επιστροφή στις πατρίδες των κρατουμένων αλλά και ο έρωτας του Ιάκωβου με τη Λιθουανή συγκρατούμενή του Γιανίνα (Μαριάννα Πολυχρονίδη) και το άδοξο τέλος του. Την παράσταση πλαισιώνει εικοσαμελής ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη η οποία εκτελεί εξαιρετικά τις συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη, καθώς και του Gustav Mahler. Τα τέσσερα τραγούδια – μελοποιημένα ποιήματα του Μάουτχάουζεν, σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεύει επί σκηνής η Ρίτα Αντωνοπούλου. Τα τραγούδια αυτά έχουν σφραγιστεί με την ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη, η έρμηνεια όμως της Ρίτας Αντωνοπούλου δεν υστερούσε σε τίποτα τόσο φωνητικά όσο και δραματουργικά. Δεν πρέπει να υπήρξε θεατής που να μην ανατρίχιασε απ’ άκρη σ’ άκρη με την ερμηνεία της στο “Άσμα Ασμάτων” (“Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου με το καθημερινό της φόρεμα κι ένα χτενάκι στα μαλλιά. Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία…”), το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί την κορύφωση του έργου! Η παρουσία τους λειτούργησε, θα λέγαμε, ως το «χορικό άσμα», με την Αντωνοπούλου να είναι η Κορυφαία του Χορού αφού θύμισε με τη σκηνική της παρουσία αρχαίο δράμα.
Συνολικά πρόκειται για μια ολοκληρωμένη και ουσιαστική παράσταση με λιτά και απέριττα σκηνικά, με έμφαση στο κείμενο και στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών καταφέρνοντας να βάλει το θεατή στο κλίμα και την ατμόσφαιρα του έργου και να φύγει συγκλονισμένος.