Κατάκτηση μεγάλη και κατόρθωμα  λίγων ανθρώπων να μένουν γνωστοί μόνο με το όνομά τους. Εκείνη το είχε καταφέρει. Ο λόγος για την Μελίνα Μερκούρη , την χαρισματική εκείνη ηθοποιό και πολιτικό , που αν και δεν έμοιαζε εμφανισιακά με μία αντιπροσωπευτική Ελληνίδα , διέθετε ωστόσο τη ψυχή.

Γεννημένη στην Αθήνα σαν σήμερα , 18 Οκτωβρίου , του 1920, η Αμαλία – Μαρία Μερκούρη, όπως την είχαν βαφτίσει , καταγόταν από γνωστή οικογένεια πολιτικών: ο παππούς της , Σπυρίδων Μερκούρης είχε διατελέσει για πάνω από 20 χρόνια δήμαρχος Αθηνών και ο πατέρας της υπήρξε επίσης πολιτικός για δεκαετίες.

Μία από τις μεγαλύτερες αγάπες της ζωής της υπήρξε η υποκριτική. Νεαρή ακόμη , ερωτεύεται τον πλούσιο γαιοκτήμονα Πάνο Χαροκόπο , ο οποίος της υπόσχεται ότι θα της παράσχει πλήρη ελευθερία να ασχοληθεί με τη μεγάλη της αγάπη , το θέατρο. Και τήρησε την υπόσχεσή του. Παντρεύτηκαν κρυφά , στέλνοντας τηλεγράφημα στις οικογένειες τους «Γάμος ετελέσθη». Μετά από 21 χρόνια θα χωρίσουν.

Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών γίνεται δεκτή πανηγυρικά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.  Στο σανίδι πρωτοανέβηκε το 1945 και έκτοτε δεν το εγκατέλειψε. Πρωταγωνίστησε σε πλήθος παραστάσεων, με σημείο- σταθμό  της καριέρας της το 1951. Από εκείνη τη χρονιά και έπειτα γίνεται η μούσα του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα, Μαρσέλ Ασάρ και ξεκινά να πρωταγωνιστεί και στην γαλλική θεατρική σκηνή.

Η ταινία «Στέλλα»  του Μιχάλη Κακογιάννη από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» υπήρξε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1955. Μάλιστα υπήρξε η μοναδική ταινία που πρωταγωνίστησε η ίδια και ήταν ελληνικής παραγωγής (Καραγιάννης Καρατζόπουλος). Η ταινία έλαβε θετικά σχόλια στο Φεστιβάλ των Κανών το 1956. Θα χάσει το βραβείο, αλλά θα γνωρίσει τον άνθρωπο που στιγμάτισε τη ζωή της, τον  αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν. Τους χώρισε μόνο ο θάνατος.

Με τον Ντασσέν στο τιμόνι της σκηνοθεσίας γυρίζουν πλήθος ταινιών, όπως το «Ποτέ την Κυριακή», την ταινία που έκανε διάσημη την ίδια και τη μουσική του Μάνου Χατζηδάκι σε όλο τον κόσμο. Η ταινία είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ και τελικά κατακτά το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού (Μάνος Χατζιδάκις)  και το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου (Μελίνα Μερκούρη), εξ’ ίσου με την Ζαν Μορό για το Moderato Cantabile (1960). Η διεθνής αναγνώριση είναι πλέον γεγονός. Η βροντερή φωνή της, που είχε τραγουδήσει τραγούδια μεγάλων Ελλήνων συνθετών, όπως του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Βασίλη Τσιτσάνη κ.ά. , γίνεται γνωστή σε όλον τον κόσμο. Θα ανοίξει τα φτερά της το 1967 για το Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, παίζοντας  στο «Ίλια Ντάρλινγκ» , στο πλευρό του Ζυλ Ντασσέν. Η είδηση του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, την βρίσκει στο εξωτερικό. Η ίδια μιλά μπροστά σε ξένους δημοσιογράφους, και κλαίγοντας λέει: «Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου». Ως απάντηση, η Χούντα της αφαιρεί την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου. Εκείνη δεν διστάζει και δηλώνει: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».

Έκτοτε, θα διακριθεί για την αντιδικτατορική της δράση. Πολέμησε εκτός συνόρων, με τα μέσα που διέθετε, τη Χούντα : Πολιτικές περιοδείες στην Ευρώπη , διαδηλώσεις , απεργίες πείνας , συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Γίνεται εφιάλτης για τη Χούντα κι εκείνη αντιδρά, απαγορεύοντας στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύοντας την περιουσία της. Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που κινδύνευσε η ζωής της. Η ίδια απαντά με την έκδοση ενός βιογραφικού βιβλίου υπό τον τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα» , του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα. Μάλιστα, η έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη. Δεν κατάφερε να αποχαιρετίσει τον πατέρα της (1968), ούσα η ίδια στην ξενιτιά, χωρίς ιθαγένεια, χωρίς διαβατήριο. Στον θάνατο ωστόσο της μητέρας της (1972), της επιτρέπεται η είσοδος στη χώρα για λίγες ώρες.

Δύο μέρες μετά την πτώση της Χούντας, επιστρέφει στην πατρίδα, όπου συναντά θερμή υποδοχή και εγκαθίσταται οριστικά. Από τότε θα ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, όντας μάλιστα από τα ιδρυτικά μέλη του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος.Κατεβαίνει για πρώτη φορά υποψήφια του κόμματος στις εκλογές του 1974 στην Β’ Πειραιά. Παρότι είχε συγκεντρώσει 7.500 σταυρούς, χάνει την έδρα για μόλις 33 ψήφους. Ωστόσο, το 1977 πετυχαίνει το στόχο της και εκλέγεται βουλευτής, με μεγάλη πλειοψηφία σταυρών προτίμησης. Έκτοτε θα αφοσιωθεί στην πολιτική με επίκεντρο τον τομέα του πολιτισμού, αλλά η ενασχόλησή της αυτή θα την στερήσει από το θέατρο. Μόνο, για ένα μικρό διάστημα, πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Συντροφιά με τον Μπρέχτ» το 1978 στο Μπρόντγουεϊ με κείμενα του Μπρεχτ και σκηνοθέτη τον Ζυλ Ντασσέν.

Επανεκλέγεται το 1981 και ορίζεται υπουργός Πολιτισμού. Συνολικά, σε όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ από το 1981- 1989 και 1993-1994, υπηρέτησε τον υπουργείο Πολιτισμού. Μάλιστα, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αναφέρει σχετικά πως «άντεξε» και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης στις οποίες είχε προχωρήσει. Από αυτήν τη θέση, ξεκινά εκστρατεία για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο . Έθεσε για πρώτη φορά το θέμα επίσημα τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, κατά τη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO. Έκτοτε δεν σταμάτησε να αγωνίζεται προς αυτόν τον σκοπό. Υπήρξε το όνειρο της ζωής της. «Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λεω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ», έλεγε χαρακτηριστικά. Επιπλέον, προς αυτόν τον σκοπό, ιδρύθηκε αργότερα από τον σύζυγό της Ζυλ Ντασέν, μετά από επιθυμία της, το Πολιτιστικό Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη.

Ο θεσμός των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ) οφείλεται σε εκείνη, όπως επίσης και αυτός των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης. Είχε από νωρίς αναδείξει την αξία του πολιτισμού, πιστεύοντας ακράδαντα ότι αποτελεί την  βαριά βιομηχανία μας. Μάλιστα, είχε ξεκινήσει δράσεις για την εισαγωγή του πολιτισμού και της θεατρικής αγωγής στα σχολεία κατά τη δεύτερη θητεία της στο υπουργείο Πολιτισμού, αλλά το έργο της ανέκοψε ο θάνατος.

Άφησε την τελευταία της πνοή, νικημένη από τον καρκίνο, στο νοσοκομείο Μemorial της Νέας Υόρκης, στις 6 Μαρτίου του 1994.Η είδηση του θανάτου της συγκλόνισε τον κόσμο όλο. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους. Έχοντας κατακτήσει καρδιές εντός και εκτός συνόρων, η είδηση του θανάτου της συγκλόνισε τον κόσμο όλο. Αφιερώματα για τη ζωή και την πολύπλευρη δράση της κατέκλυσαν τα εγχώρια και ξένα Μέσα, τα θέατρα του Μπρόντγουεϊ παρέμειναν κλειστά την ώρα της κηδείας , ενώ χιλιάδες κόσμου βρέθηκαν στο Α’ Νεκροταφείο για το τελευταίο αντίο.

H 6η Μαρτίου, ημέρα του θανάτου της, ορίστηκε  από την UNESCO ως παγκόσμια μέρα πολιτισμού κατά την οποία απονέμεται το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» ως βραβείο πολιτιστικής προσφοράς.

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. […] Η Ελληνίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια και αργότερα υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη 1920-1994) απεβίωσε σε ηλικία 73 ετών στο Memorial Sloan-Kettering Cancer Center της Νέας Υόρκης μετά από πολύχρονη μάχη με το καρκίνο. Μετά την φοίτηση της στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο “σανίδι” το 1944 στο θεατρικό έργο του Αλέξη Σολομού με τίτλο “Το μονοπάτι της Λευτεριάς”. Σταθμός στην καριέρα της ήταν η θεατρική παράσταση “Λεωφορείον ο Πόθος” (1949) στην οποία μάλιστα ηχογραφήθηκε με τη φωνή της το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι “Χάρτινο το Φεγγαράκι”. Συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες και συγγραφείς όπως ο Δημήτρης Μυράτ και ο Μαρσέλ Ασάρ. Επιτυχημένη ήταν και η πορεία της στον κινηματογράφο, με αποκορύφωμα το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ για την ταινία “Ποτέ την Κυριακή” (“Never on Sunday”) το οποίο έχασε τελικά από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ (1960). Συνεργάστηκε και τραγούδησε μεγάλους Έλληνες συνθέτες όπως Μάνο Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Βασίλη Τσιτσάνη κ.α. Διαβάστε σχετικό αφιέρωμά μας εδώ. […]